Κεφαλαιουχικά αγαθά και κεφάλαιο
Αυτό το άρθρο απο το Mises Institute, είναι απόσπασμα από το κεφάλαιο 15 του Human Action του Ludwig von Mises

Σε όλα τα έμβια όντα ενυπάρχει μια ώθηση που τα κατευθύνει προς την αφομοίωση της ύλης που διατηρεί, ανανεώνει και ενισχύει τη ζωτική τους ενέργεια. Η υπεροχή του δρώντος ανθρώπου εκδηλώνεται στο γεγονός ότι στοχεύει συνειδητά και σκόπιμα στη διατήρηση και ενίσχυση της ζωτικότητάς του.
Στην επιδίωξη αυτού του στόχου, η εφευρετικότητά του τον οδηγεί στην κατασκευή εργαλείων που αρχικά τον βοηθούν στην ιδιοποίηση της τροφής, στη συνέχεια, σε μεταγενέστερο στάδιο, τον ωθούν στο σχεδιασμό μεθόδων για την αύξηση της διαθέσιμης ποσότητας τροφής και, τέλος, τον καθιστούν ικανό να εξασφαλίσει την ικανοποίηση της πιο επείγουσας από εκείνες τις επιθυμίες που είναι ιδιαίτερα ανθρώπινες.
Όπως το περιέγραψε ο Böhm-Bawerk: Ο άνθρωπος επιλέγει κυκλικές μεθόδους παραγωγής που απαιτούν περισσότερο χρόνο, αλλά αντισταθμίζουν αυτή την καθυστέρηση παράγοντας περισσότερα και καλύτερα προϊόντα.
Στην αρχή κάθε βήματος προς τα εμπρός στο δρόμο προς μια πιο πλούσια ύπαρξη βρίσκεται η αποταμίευση - η προμήθεια προϊόντων που καθιστά δυνατή την επιμήκυνση της μέσης χρονικής περιόδου που μεσολαβεί μεταξύ της έναρξης της παραγωγικής διαδικασίας και της παραγωγής ενός προϊόντος έτοιμου για χρήση και κατανάλωση. Τα προϊόντα που συσσωρεύονται για το σκοπό αυτό είναι είτε ενδιάμεσα στάδια της τεχνολογικής διαδικασίας, δηλαδή εργαλεία και ημιτελή προϊόντα, είτε αγαθά έτοιμα για κατανάλωση που επιτρέπουν στον άνθρωπο να αντικαταστήσει, χωρίς να υποφέρει από έλλειψη κατά τη διάρκεια της περιόδου αναμονής, μια πιο χρονοβόρα διαδικασία με μια άλλη που απορροφά λιγότερο χρόνο.
Τα αγαθά αυτά ονομάζονται κεφαλαιουχικά αγαθά. Έτσι, η αποταμίευση και η συνακόλουθη συσσώρευση κεφαλαιουχικών αγαθών βρίσκονται στην αρχή κάθε προσπάθειας βελτίωσης των υλικών συνθηκών του ανθρώπου- αποτελούν το θεμέλιο του ανθρώπινου πολιτισμού. Χωρίς την αποταμίευση και τη συσσώρευση κεφαλαιουχικών αγαθών δεν θα μπορούσε να υπάρξει καμία προσπάθεια προς μη υλικούς σκοπούς.1
Από την έννοια των κεφαλαιουχικών αγαθών πρέπει να διακρίνουμε σαφώς την έννοια του κεφαλαίου.2 Η έννοια του κεφαλαίου είναι η θεμελιώδης έννοια του οικονομικού υπολογισμού, το κατεξοχήν νοητικό εργαλείο για τη διαχείριση των υποθέσεων στην οικονομία της αγοράς. Το αντίστοιχό της είναι η έννοια του εισοδήματος.
Οι έννοιες του κεφαλαίου και του εισοδήματος, όπως εφαρμόζονται στη λογιστική και στους καθημερινούς προβληματισμούς των οποίων η λογιστική είναι απλώς μια εκλέπτυνση, αντιπαραβάλλουν τα μέσα και τους σκοπούς. Το υπολογιστικό μυαλό του δρώντος χαράζει μια οριακή γραμμή μεταξύ των αγαθών του καταναλωτή τα οποία σχεδιάζει να χρησιμοποιήσει για την άμεση ικανοποίηση των αναγκών του και των αγαθών όλων των βαθμίδων -συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της πρώτης βαθμίδας3- τα οποία σχεδιάζει να χρησιμοποιήσει για την παροχή με περαιτέρω δράση, για την ικανοποίηση μελλοντικών αναγκών. Η διαφοροποίηση των μέσων και των σκοπών γίνεται έτσι διαφοροποίηση της απόκτησης και της κατανάλωσης, της επιχείρησης και του νοικοκυριού, των εμπορικών κεφαλαίων και των οικιακών αγαθών.
Το σύνολο των αγαθών που προορίζονται για απόκτηση αποτιμάται σε χρηματικούς όρους, και αυτό το σύνολο - το κεφάλαιο - είναι το σημείο εκκίνησης του οικονομικού υπολογισμού. Ο άμεσος σκοπός της αποκτητικής δράσης είναι η αύξηση ή, τουλάχιστον, η διατήρηση του κεφαλαίου. Το ποσό που μπορεί να καταναλωθεί μέσα σε μια ορισμένη περίοδο χωρίς να μειωθεί το κεφάλαιο ονομάζεται εισόδημα. Εάν η κατανάλωση υπερβαίνει το διαθέσιμο εισόδημα, η διαφορά ονομάζεται κατανάλωση κεφαλαίου. Εάν το διαθέσιμο εισόδημα είναι μεγαλύτερο από το ποσό που καταναλώνεται, η διαφορά ονομάζεται αποταμίευση. Μεταξύ των κύριων καθηκόντων του οικονομικού υπολογισμού συγκαταλέγονται εκείνα του καθορισμού των μεγεθών του εισοδήματος, της αποταμίευσης και της κεφαλαιακής κατανάλωσης.
Ο προβληματισμός που οδήγησε τον δρώντα άνθρωπο στις έννοιες που εμπεριέχονται στις έννοιες του κεφαλαίου και του εισοδήματος είναι κρυμμένος σε κάθε εκ των προτέρων σκέψη και σχεδιασμό δράσης. Ακόμη και οι πιο πρωτόγονοι γεωργοί έχουν αμυδρή επίγνωση των συνεπειών των πράξεων που σε έναν σύγχρονο λογιστή θα εμφανίζονταν ως κατανάλωση κεφαλαίου. Η απροθυμία του κυνηγού να σκοτώσει μια έγκυο αγελάδα και η δυσφορία που αισθάνονται ακόμη και οι πιο αδίστακτοι πολεμιστές όταν κόβουν οπωροφόρα δέντρα είναι εκδηλώσεις μιας νοοτροπίας που επηρεάζεται από τέτοιες εκτιμήσεις.
Αυτές οι εκτιμήσεις υπήρχαν στον πανάρχαιο νομικό θεσμό της επικαρπίας και σε ανάλογα έθιμα και πρακτικές. Όμως μόνο οι άνθρωποι που είναι σε θέση να καταφεύγουν σε νομισματικούς υπολογισμούς μπορούν να αναπτύξουν με πλήρη σαφήνεια τη διάκριση μεταξύ μιας οικονομικής αξίας και των πλεονεκτημάτων που απορρέουν από αυτήν, και να την εφαρμόσουν με σαφήνεια σε όλες τις κατηγορίες, τα είδη και τις τάξεις αγαθών και υπηρεσιών. Μόνο αυτοί μπορούν να καθιερώσουν τέτοιες διακρίσεις όσον αφορά τις διαρκώς μεταβαλλόμενες συνθήκες των ιδιαίτερα ανεπτυγμένων βιομηχανιών μεταποίησης και την περίπλοκη δομή της κοινωνικής συνεργασίας εκατοντάδων χιλιάδων εξειδικευμένων θέσεων εργασίας και επιδόσεων.
Κοιτάζοντας προς τα πίσω από τη γνώση που παρέχει η σύγχρονη λογιστική στις συνθήκες των άγριων προγόνων της ανθρώπινης φυλής, μπορούμε να πούμε μεταφορικά ότι και αυτοί χρησιμοποιούσαν "κεφάλαιο". Ένας σύγχρονος λογιστής θα μπορούσε να εφαρμόσει όλες τις μεθόδους του επαγγέλματός του στα πρωτόγονα εργαλεία τους για το κυνήγι και το ψάρεμα, στην κτηνοτροφία τους και στην καλλιέργεια του εδάφους, αν ήξερε ποιες τιμές να αποδώσει στα διάφορα σχετικά στοιχεία.
Ορισμένοι οικονομολόγοι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το "κεφάλαιο" είναι μια κατηγορία όλης της ανθρώπινης παραγωγής, ότι είναι παρόν σε κάθε πιθανό σύστημα διεξαγωγής των παραγωγικών διαδικασιών - δηλαδή, όχι λιγότερο στο ακούσιο ερημητήριο του Ροβινσώνα Κρούσου από ό,τι σε μια σοσιαλιστική κοινωνία - και ότι δεν εξαρτάται από την πρακτική του νομισματικού υπολογισμού.4
Πρόκειται, ωστόσο, για μια σύγχυση. Η έννοια του κεφαλαίου δεν μπορεί να διαχωριστεί από το πλαίσιο του νομισματικού υπολογισμού και από την κοινωνική δομή μιας οικονομίας της αγοράς στην οποία μόνο ο νομισματικός υπολογισμός είναι δυνατός. Είναι μια έννοια που δεν έχει νόημα έξω από τις συνθήκες μιας οικονομίας της αγοράς. Παίζει ρόλο αποκλειστικά στα σχέδια και τις καταγραφές των ατόμων που ενεργούν για δικό τους λογαριασμό σε ένα τέτοιο σύστημα ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, και αναπτύχθηκε με την εξάπλωση του οικονομικού υπολογισμού σε νομισματικούς όρους5.
Η σύγχρονη λογιστική είναι ο καρπός μιας μακράς ιστορικής εξέλιξης. Σήμερα υπάρχει, μεταξύ επιχειρηματιών και λογιστών, ομοφωνία όσον αφορά την έννοια του κεφαλαίου. Κεφάλαιο είναι το άθροισµα του χρηµατικού ισοδύναµου όλων των περιουσιακών στοιχείων µείον το άθροισµα του χρηµατικού ισοδύναµου όλων των υποχρεώσεων, όπως αυτά προορίζονται σε µια συγκεκριµένη ηµεροµηνία για τη διεξαγωγή των εργασιών µιας συγκεκριµένης επιχειρηµατικής µονάδας. Δεν έχει σημασία σε τι μπορεί να συνίστανται αυτά τα περιουσιακά στοιχεία, είτε πρόκειται για οικόπεδα, κτίρια, εξοπλισμό, εργαλεία, εμπορεύματα κάθε είδους και παραγγελίας, απαιτήσεις, εισπρακτέα ποσά, μετρητά ή οτιδήποτε άλλο.
Είναι ιστορικό γεγονός ότι κατά τις πρώτες ημέρες της λογιστικής οι έμποροι, οι οδηγοί στην πορεία προς τον νομισματικό υπολογισμό, δεν συμπεριέλαβαν ως επί το πλείστον το χρηματικό ισοδύναμο των κτιρίων και της γης τους στην έννοια του κεφαλαίου. Είναι ένα άλλο ιστορικό γεγονός ότι οι αγρότες άργησαν να εφαρμόσουν την έννοια του κεφαλαίου στη γη τους.
Ακόμη και σήμερα στις πιο προηγμένες χώρες μόνο ένα μέρος των αγροτών είναι εξοικειωμένο με την πρακτική της ορθής λογιστικής. Πολλοί αγρότες συναινούν σε ένα σύστημα λογιστικής που παραμελεί να δώσει προσοχή στη γη και τη συμβολή της στην παραγωγή. Οι λογιστικές εγγραφές τους δεν περιλαμβάνουν το χρηματικό ισοδύναμο της γης και συνεπώς αδιαφορούν για τις μεταβολές του ισοδύναμου αυτού.
Οι υπολογισμοί αυτοί είναι ελαττωματικοί, διότι αποτυγχάνουν να αποδώσουν τις πληροφορίες που είναι ο μοναδικός στόχος που επιδιώκει η λογιστική κεφαλαίου. Δεν δείχνουν αν η λειτουργία της εκμετάλλευσης έχει επιφέρει ή όχι υποβάθμιση της ικανότητας της γης να συμβάλει στην παραγωγή, δηλαδή στην αντικειμενική αξία χρήσης της. Εάν έχει σημειωθεί διάβρωση του εδάφους, τα βιβλία τους την αγνοούν, και έτσι το υπολογιζόμενο εισόδημα (καθαρή απόδοση) είναι μεγαλύτερο από ό,τι θα έδειχνε μια πληρέστερη μέθοδος λογιστικής.
Είναι απαραίτητο να αναφερθούν αυτά τα ιστορικά γεγονότα διότι επηρέασαν τις προσπάθειες των οικονομολόγων να οικοδομήσουν την έννοια του πραγματικού κεφαλαίου.
Οι οικονομολόγοι ήταν και είναι ακόμη και σήμερα αντιμέτωποι με την προκαταβολική πεποίθηση ότι η σπανιότητα των συντελεστών παραγωγής θα μπορούσε να εξαλειφθεί, είτε εξ ολοκλήρου είτε τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό, με την αύξηση της ποσότητας του χρήματος που κυκλοφορεί και με την πιστωτική επέκταση. Για να αντιμετωπίσουν επαρκώς αυτό το θεμελιώδες πρόβλημα της οικονομικής πολιτικής θεώρησαν απαραίτητο να κατασκευάσουν μια έννοια του πραγματικού κεφαλαίου και να την αντιτάξουν στην έννοια του κεφαλαίου, όπως την εφαρμόζει ο επιχειρηματίας, του οποίου ο υπολογισμός αναφέρεται σε όλο το σύμπλεγμα των αποκτητικών δραστηριοτήτων του. Την εποχή που οι οικονομολόγοι ξεκινούσαν αυτές τις προσπάθειες, η θέση του χρηματικού ισοδύναμου της γης στην έννοια του κεφαλαίου ήταν ακόμη υπό αμφισβήτηση. Έτσι, οι οικονομολόγοι θεώρησαν λογικό να αγνοήσουν τη γη κατά την κατασκευή της έννοιας του πραγματικού κεφαλαίου. Όρισαν το πραγματικό κεφάλαιο ως το σύνολο των παραγόμενων συντελεστών παραγωγής που είναι διαθέσιμοι. Ξεκίνησαν συζητήσεις που τραβούσαν τα μαλλιά, σχετικά με το αν τα αποθέματα των καταναλωτικών αγαθών που κατέχουν οι επιχειρηματικές μονάδες είναι ή όχι πραγματικό κεφάλαιο. Υπήρξε όμως σχεδόν ομοφωνία ότι τα μετρητά δεν είναι πραγματικό κεφάλαιο.
Αυτή η έννοια της ολότητας των παραγόμενων συντελεστών παραγωγής είναι μια κενή έννοια. Το χρηματικό ισοδύναμο των διαφόρων συντελεστών παραγωγής που ανήκουν σε μια επιχειρηματική μονάδα μπορεί να προσδιοριστεί και να αθροιστεί. Αλλά αν αφαιρέσουμε από μια τέτοια αποτίμηση σε όρους χρήματος, το σύνολο των παραγόμενων συντελεστών παραγωγής είναι απλώς μια απαρίθμηση φυσικών ποσοτήτων χιλιάδων και χιλιάδων διαφόρων αγαθών. Μια τέτοια απογραφή δεν έχει καμιά χρησιμότητα για να ενεργεί κανείς. Είναι η περιγραφή ενός μέρους του σύμπαντος με όρους τεχνολογίας και τοπογραφίας και δεν έχει καμία απολύτως αναφορά στα προβλήματα που εγείρονται από τις προσπάθειες για τη βελτίωση της ανθρώπινης ευημερίας. Μπορούμε να δεχτούμε την ορολογική χρήση να αποκαλούμε τους παραγόμενους συντελεστές παραγωγής κεφαλαιουχικά αγαθά. Αυτό όμως δεν καθιστά την έννοια του πραγματικού κεφαλαίου πιο ουσιαστική.
Η χειρότερη απόρροια της χρήσης της μυθικής έννοιας του πραγματικού κεφαλαίου ήταν ότι οι οικονομολόγοι άρχισαν να κάνουν εικασίες για ένα ψευδές πρόβλημα που ονομάζεται παραγωγικότητα του (πραγματικού) κεφαλαίου. Ένας συντελεστής παραγωγής είναι εξ ορισμού ένα πράγμα που είναι σε θέση να συμβάλει στην επιτυχία μιας παραγωγικής διαδικασίας. Η αγοραία τιμή του αντανακλά εξ ολοκλήρου την αξία που αποδίδουν οι άνθρωποι σε αυτή τη συμβολή.
Δεν ήταν λιγότερο επιζήμια μια δεύτερη σύγχυση που προέκυψε από την έννοια του πραγματικού κεφαλαίου. Οι άνθρωποι άρχισαν να διαλογίζονται πάνω σε μια έννοια του κοινωνικού κεφαλαίου ως διαφορετικού από το ιδιωτικό κεφάλαιο. Ξεκινώντας από τη φανταστική κατασκευή μιας σοσιαλιστικής οικονομίας, είχαν την πρόθεση να ορίσουν μια έννοια κεφαλαίου κατάλληλη για τις οικονομικές δραστηριότητες του κεντρικού διαχειριστή ενός τέτοιου συστήματος. Είχαν δίκιο όταν υπέθεσαν ότι αυτός ο διαχειριστής θα ήθελε να γνωρίζει αν η διαχείριση των υποθέσεων του ήταν επιτυχής (δηλαδή, από την άποψη των δικών του εκτιμήσεων και των σκοπών που επιδιώκονται σύμφωνα με αυτές τις εκτιμήσεις) και πόσα θα μπορούσε να δαπανήσει για την κατανάλωση των προστατευόμενων μελών του χωρίς να μειώσει το διαθέσιμο απόθεμα των συντελεστών παραγωγής και να μειώσει έτσι την απόδοση της περαιτέρω παραγωγής.
Μια σοσιαλιστική κυβέρνηση θα χρειαζόταν επειγόντως τις έννοιες του κεφαλαίου και του εισοδήματος ως οδηγό για τις δραστηριότητές της. Ωστόσο, σε ένα οικονομικό σύστημα στο οποίο δεν υπάρχει ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, δεν υπάρχει αγορά και δεν υπάρχουν τιμές για τα αγαθά αυτά, οι έννοιες του κεφαλαίου και του εισοδήματος είναι απλώς ακαδημαϊκά αξιώματα χωρίς καμία πρακτική εφαρμογή. Σε μια σοσιαλιστική οικονομία υπάρχουν κεφαλαιουχικά αγαθά, αλλά δεν υπάρχει κεφάλαιο.
Η έννοια του κεφαλαίου έχει νόημα μόνο στην οικονομία της αγοράς. Εξυπηρετεί τις σκέψεις και τους υπολογισμούς ατόμων ή ομάδων ατόμων που λειτουργούν για δικό τους όφελος σε μια τέτοια οικονομία. Είναι ένα μέσο των καπιταλιστών, των επιχειρηματιών και των αγροτών που επιθυμούν να αποκομίσουν κέρδη και να αποφύγουν ζημίες. Δεν αποτελεί κατηγορία όλων των ενεργειών. Είναι μια κατηγορία ενεργειών στο πλαίσιο μιας οικονομίας της αγοράς.6
1. Τα κεφαλαιουχικά αγαθά έχουν επίσης οριστεί ως παραγόμενοι συντελεστές παραγωγής και ως τέτοιοι έχουν αντιταχθεί στους εκ φύσεως δεδομένους ή αρχικούς συντελεστές παραγωγής, δηλαδή τους φυσικούς πόρους (γη) και την ανθρώπινη εργασία. Αυτή η ορολογία πρέπει να χρησιμοποιείται με μεγάλη προσοχή, καθώς μπορεί εύκολα να παρερμηνευθεί και να οδηγήσει στην εσφαλμένη έννοια του πραγματικού κεφαλαίου που επικρίνεται παρακάτω.
2. Αλλά, φυσικά, δεν μπορεί να προκληθεί καμία βλάβη αν, ακολουθώντας τη συνήθη ορολογία, κάποιος υιοθετεί περιστασιακά για λόγους απλότητας τους όρους "συσσώρευση κεφαλαίου" (ή "προσφορά κεφαλαίου", "έλλειψη κεφαλαίου" κ.λπ.) για τους όρους "συσσώρευση κεφαλαιουχικών αγαθών", "προσφορά κεφαλαιουχικών αγαθών" κ.λπ.
3. Για αυτόν τον άνθρωπο τα αγαθά αυτά δεν είναι αγαθά πρώτης τάξης, αλλά αγαθά ανώτερης τάξης, συντελεστές περαιτέρω παραγωγής.
4. Βλ. π.χ. R. v. Strigl, Kapital und Produktion (Βιέννη, 1934), σ. 3.
5. Πρβλ. Frank A. Fetter στην Εγκυκλοπαίδεια των Κοινωνικών Επιστημών. III, 190.
6. Πρβλ. κατωτέρω, σ. 526-534.
